κουμερκιάρης

κουμερκιάρης
ο
1. ο ενοικιαστής τού κομμερκίου, δηλ. τού φόρου εισαγωγής, για ένα χρονικό διάστημα, συνήθως ενός έτους, ο κομμερκιάριος*
2. παροιμ. «όταν φτωχαίνει ο διάβολος, γίνεται κουμερκιάρης» — λέγεται για δήλωση τής πονηριάς και απληστίας τών κομμερκιαρίων και γενικώς τών φαύλων και αρπάγων, που προσδίδουν νομιμοφάνεια στην αρπακτικότητά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. commerciarius «τελώνης» (< λατ. commercium)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”